Το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης βρίσκεται στη πόλη της Θεσσαλονίκης. Από την ίδρυση του με ιδιωτική πρωτοβουλία τριών συνιδρυτών προσωπικοτήτων της Βόρειας Ελλάδας το 1997 έως την σημερινή του μορφή σε διαμορφωμένο μουσειακό χώρο εντός του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, αποτελεί σημείο αναφοράς του πολιτισμού και της ιστορίας της πόλης. Από το 2006 έως το 2012, το μουσείο έχουν επισκεφτεί 777.600 άτομα το διάστημα 2006-2012, ενώ έχουν διοργανωθεί πάνω από 340 εκθέσεις σε 26 πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού.
 Στο μουσείο υπάρχουν εκπαιδευτικά προγράμματα σχετικά με την ιστορία της φωτογραφίας και τις τεχνικές που ακολουθούνται. Το ίδιο το μουσείο ως πολιτιστικός φορέας έχει πραγματοποιήσει δεκάδες εκδόσεις βιβλίων με αντικείμενο την εικόνα. Τα τελευταία χρόνια, διοργανώνει τον διεθνή διαγωνισμό φωτογραφίας της «Photobienale» στο οποίο εκτίθονται έργα νέων δημιουργών, ενώ απονέμεται το βραβείο συμμετοχής «Thessaloniki Photomuseum/ CEDEFOP Award» σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης (CEDEFOP).
Ιδρύθηκε αρχικά με ιδιωτική πρωτοβουλία το 1987 από τον αρχιτέκτονα και φωτογράφο Άρι Γεωργίου, τον φωτογράφο και λαογράφο Γιάννη Βανίδη, τον ακαδημαϊκό και συντηρητή Απόστολο Μαρούλη, αλλά στην σημερινή μορφή του την απέκτησε το 1997 ως νομικό πρόσωπο και το 1998 ως έτος πρώτης λειτουργίας με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Άρη Γεωργίου, εποπτευόμενο από το Υπουργείο Πολιτισμού το οποίο έχει την ευθύνη του διορισμού της διοίκησης του μουσείου.
Το 2002, το Μουσείο Φωτογραφίας αυτονομείται αξιοποιώντας χρηματοδοτήσεις από ευρωπαϊκά και κρατικά προγράμματα, ενώ το 2009 συγχωνεύεται με το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ως ιδιαίτερο τμήμα με σκοπό την εξοικονόμηση πόρων. Έκτοτε παρατηρούνται δυσλειτουργίες στη συνεργασία των διοικήσεων των δύο μουσείων για να ανακοινωθεί τελικώς το 2013, η συγχώνευση του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης δημιουργώντας ένα νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και η εκ νέου αυτονόμηση του μουσείου ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο.
Στις 2 Μαΐου 2012, πυρκαγιά εκδηλώθηκε στον μισθωμένο χώρο φύλαξης της εταιρίας «Ορφεύς Βεϊνόγλου» στην Σίνδο όπου φυλάσσονταν μεγάλος αριθμός τυπωμένων φωτογραφιών της συλλογής του μουσείου, με αποτέλεσμα από τα 3.338 έργα της συλλογής Ελλήνων και ξένων δημιουργών, να καταστραφούν 1.985 από αυτά. Σύμφωνα με το σημερινό διευθυντή του Μουσείου Βαγγέλη Ιωακειμίδη, το 95 τοις εκατό των κατεστραμμένων έργων μπορεί να διασωθεί με την συνδρομή τεχνικών αποκατάστασης, ενώ σχετικά με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αναμένεται η συνδρομή του Μουσείου Φωτογραφίας του Σαρλερουά. Μια λύση που προτείνεται, απαιτεί την αποστολή των αρνητικών των φωτογραφιών από τους δημιουργούς στο Βέλγιο με εγγυήσεις σχετικά με την απόδοση των τόνων των φωτογραφιών και της διαβεβαίωση της εκτύπωσης μόνο των αντιτύπων που θέλουν ώστε να διασφαλιστεί η αξία του έργου τους. Όσον αφορά τις έγχρωμες, το Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας επιβεβαίωσε την χρηματοδότηση από την πλευρά του των έργων των Γάλλων δημιουργών. Στις περιπτώσεις όπου κριθεί ότι είναι αδύνατη η αποκατάσταση όπως στις εκτυπώσεις πολαρόιντ, προτείνεται η διάθεση στους εν ζωή καλλιτέχνες των οποίων τα έργα καταστράφηκαν των υλικών εκείνων ώστε να δημιουργήσουν νέα έργα.
Κριτική είχε ασκηθεί από τους δημιουργούς των έργων και τους κατόχους των πνευματικών δικαιωμάτων, όπως επίσης και από πολιτισμικούς και άλλους φορείς, για την δημοσιοποίηση της καταστροφής των έργων 40 μέρες αργότερα από το περιστατικό, την καθυστέρηση στην σύνταξη της έκθεσης εµπειρογνωµοσύνης της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, την επιλογή της φύλαξης των έργων σε χώρους της ιδιωτικής εταιρίας όταν υπήρχε διαθέσιμος χώρος του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και της καθυστέρησης διορισμού νέας διοίκησης. Το Υπουργείο Πολιτισμού και η πλευρά της διοίκησης του μουσείου επιφυλάσσονται στην ολοκλήρωση της εισαγγελικής προκαταρτικής εξέτασης ώστε να διασφαλιστούν τα συμφέροντα της ελληνικής κυβέρνησης και των δημιουργών.
|