upcoming movies

Επιστροφή
 
+ + -
ΕΝΑΣ ΑΛΛΟΣ ΚΟΣΜΟΣ - WORLDS APART
Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2015

 

 

Είναι σαφές πως ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης δεν χρειάζεται συστάσεις. Το τηλεοπτικό του έργο έχει απασχολήσει ιδιαίτερα το ελληνικό κοινό, που συνήθως χωρίζεται σε φανατικούς οπαδούς και φανατικούς haters, ενώ η μερίδα που κρατάει μια πιο ψύχραιμη στάση ως προς το φαινόμενο μοιάζει να είναι αριθμητικά αμελητέα. Το 2012 με το «Αν…», το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, προκάλεσε πάνω κάτω τις ίδιες αντιδράσεις, κατορθώνοντας ταυτόχρονα να κόψει τον διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό των 600.000 εισιτήριων, σε μια πραγματικά δύσκολη περίοδο για το εγχώριο σινεμά.



Με την νέα του και ομολογουμένως πιο ώριμη σκηνοθετικά δουλειά του, δεν είμαστε σίγουροι αν θα καταφέρει να κερδίσει την εκτίμηση των επικριτών του, σίγουρα όμως δεν θα τους προσφέρει υλικό για κανιβαλισμό, όπως συνέβη σε κάποιο βαθμό με το «Αν…». Το «Ένας άλλος κόσμος» παρόλα τα ελαττώματα του, δεν πάσχει από ασυγχώρητες υπερβολές και διαθέτει στον πυρήνα του έναν έντονο κοινωνικό προβληματισμό, που αν και προκάτ δεν παύει να είναι ευπρόσδεκτος.

 


Βασισμένος στην ελληνική πραγματικότητα ο Παπακαλιάτης, με αφορμή τρεις ερωτικές ιστορίες, στήνει ένα μωσαϊκό χαρακτήρων και καταστάσεων που έστω και στερεοτυπικά αντανακλά τις τρέχουσες κοινωνικές συνθήκες. Ο διδακτισμός, βέβαια, δεν λείπει από το αποτέλεσμα. Για την ακρίβεια είναι παρών με διακριτικότητα τρυπανιού που σκάει σε τοίχο Κυριακή πρωί, γεγονός που δυστυχώς αποδυναμώνει τις καλές προθέσεις.        

 


Ένας άλλος κόσμος (Worlds Apart) (11)

 

 

Οι ιστορίες του χωρίς να είναι ιδιαιτέρως  ευφάνταστες καταφέρνουν να λειτουργήσουν μέσα από τα κλισέ τους, ωστόσο λείπουν οι δραματουργικές εκπλήξεις τόσο σε επίπεδο πλοκής όσο και ανάπτυξης χαρακτήρων που θα έκαναν την ταινία ν’απογειωθεί. Οι διάχυτοι συμβολισμοί από την άλλη (το μπούμερανγκ και το παρατημένο αεροπλάνο της πρώτης ιστορίας, το σούπερ μάρκετ της τρίτης και ο επιτάφιος που τις συνδέει χρονικά όλες), είναι ευρηματικοί, ξεκάθαροι ως προς το περιεχόμενο τους και εντάσσονται οργανικά στην υπόθεση, πράγμα που μαρτυρά πως ο δημιουργός έχει αναπτύξει επαρκώς την ικανότητα να γίνεται ευθύς χωρίς να χρειάζεται να επεξηγήσει τα πάντα μέσω διαλόγων. Η επιμονή του να το κάνει παρόλα αυτά, παραμένει και η μεγαλύτερη αδυναμία του. Κι ενώ από τη μία είναι πολύ ελπιδοφόρο κι αξιέπαινο που δημιουργεί τη βάση για ένα επικοινωνιακό ελληνικό σινεμά που σέβεται την λαϊκότητα του χωρίς να κάνει εκπτώσεις στο νοηματικό υπόβαθρο, οι περιττοί βερμπαλισμοί έρχονται κι  υπονομεύουν την δυναμική του συγκεκριμένου εγχειρήματος.

 


Κάτι ακόμα που περιορίζει τις δυνατότητες της αφήγησης επίσης είναι και η σπονδυλωτή δομή στην οποία επιμένει ο σκηνοθέτης για το μεγαλύτερο μέρος του φιλμ, προκειμένου να προστατεύσει μια ανατροπή, που ούτε την βλέπουμε πρώτη φορά στο σινεμά, ούτε ουσιαστικά ανατρέπει κάτι. Ένα μοντάζ που θα ξεδίπλωνε τις τρεις ιστορίες σε παράλληλη δράση, ενδεχομένως θα ενδυνάμωνε και την τελική τους κορύφωση.

 



 

 

 

Από τους ερμηνευτές τώρα δεν είναι ο οσκαρικός J.K Simmons που ξεχωρίζει όπως θα περιμέναμε, ίσως γιατί και συγκεκριμένος ρόλος δεν του προσφέρει πολλές ευκαιρίες, αλλά η Andrea Osvart. Το παγερό παρουσιαστικό της  ανταποκρίνεται πλήρως στις προσδοκίες που γεννά το στερεότυπο της executive bitch που υποδύεται, η ισορροπημένη ερμηνεία της όμως επιτρέπει χαμηλόφωνα να διαφανούν και οι λεπτότερες αποχρώσεις του ρόλου. Αποχρώσεις που προς τιμήν του φρόντισε και ο σεναριογράφος να βάλει εκεί , για να είμαστε  δίκαιοι.

 



Ως ηθοποιός τώρα ο Παπακαλιάτης στέκεται αξιοπρεπής πλάι της, χωρίς βέβαια να απαλλάσσεται πλήρως από κάποιες μανιέρες της τηλεοπτικής του περσόνας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την Μαρία Καβογιάννη, που αν κι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι πετυχαίνει την πιο μεστή, ερμηνευτικά, στιγμή της ταινίας, στην αντιπαράθεση  με τον ρατσιστή σύζυγο της, ανά σημεία επιστρατεύει τόσο κωμικά όσο και δραματικά τερτίπια από το τηλεοπτικό της παρελθόν. Τέλος, ο πρόσφατα εκλιπών Μηνάς Χατζησάββας κατορθώνει κι εφευρίσκει διαστάσεις στον πιο σχηματικό ρόλο του σεναρίου, αποδεικνύοντας περίτρανα για τελευταία φορά το εύρος της υποκριτικής του ικανότητας.

 

Πηγή: cinefreaks.gr

Επιστροφή