O Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, ως είδωλο, καταλαμβάνει ακόμη και σήμερα τη μεγάλη οθόνη σε μια ταινία δράσης με σκληρόπετσους άνδρες, απευθυνόμενη κυρίως σε ένα κοινό αντίστοιχα σκληρών ανδρών που αγαπάνε τα πολεμικά και τις ταινίες στυγνής βίας.
Η εικόνα του Σβαρτσενέγκερ έχει ιεροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό που οι παραγωγοί δράττουν της ευκαιρίας και κατασκευάζουν ένα φιλμ που θα φέρει γρήγορα κέρδη, έχοντας ως βιτρίνα το θρύλο «Σβαρτσενέγκερ» και αναπαράγοντας ένα μοντέλο ταινίας το οποίο έχουμε δει χίλιες φορές στο σινεμά -όταν ήταν «στις δόξες του» ο εν λόγω ηθοποιός- και άλλες τόσες στην τηλεόραση.
Τα μόνα ερωτήματα που μας δημιουργεί η ταινία «Sabotage» του Ντέιβιντ Άγιερ είναι πόσων χρονών είναι ο Σβαρτσενέγκερ. Φανερά γερασμένος, έχει περάσει σε μια ηλικία (67 ετών) που βάφει τα μαλλιά του φουντουκί και επιδίδεται, τώρα πια, σε performance coach-αρχηγού ενός team ατρόμητων αστυνομικών, μιας ομάδας καταδίωξης εμπόρων ναρκωτικών, καλά εκπαιδευμένης στη μάχη με τα όπλα, ένα σύνολο ανθρώπων γεμάτων μυς, τατουάζ, αναίδεια και πονηριά.
Σκληροτράχηλοι αστυνομικοί «που δεν σηκώνουν πολλά-πολλά», καρτέλ οργανωμένου εγκλήματος, ομαδικό πνεύμα και προσπάθεια ανόδου της αδρεναλίνης στα ύψη είναι κάποια από τα βασικά στοιχεία που δελεάζουν τον Ντέιβιντ Άγιερ, αν κρίνουμε από τη συγκεκριμένη και από τις προηγούμενες ταινίες του («Περιπολία», «Η Εξουσία Της Νύχτας»). Διωγμένος από την οικογένειά του κατά την εφηβική ηλικία, ο Άγιερ έζησε από κοντά τη διαφθορά του Νοτίου Λος Άντζελες όπου βρήκε μια πηγή έμπνευσης ανεξάντλητη.
Το ζήτημα της διαφθοράς της αστυνομίας μπαίνει πάλι σε πρώτο πλάνο στο «Sabotage», όπως και στην «Εξουσία Της Νύχτας», με μια διαδοχή αιμοβόρα οργανωμένων φόνων να θέτει υπό αμφισβήτηση την υποτιθέμενη ενότητα της ομάδας και να καθιστά βαθμιαία τον καθένα ύποπτο στους άλλους «συναδέλφους» του. Η δυσπιστία εγκαθίσταται μέσα στον πυρήνα αυτής της μικρής κοινωνίας, το χρήμα δείχνει να είναι ο κύριος υπαίτιος, ενώ μια λύσσα για εκδίκηση κατατρώει τα σωθικά του ανεπανόρθωτα πληγωμένου leader.
Όλα τα παραπάνω πυροδοτούν ποικίλα περιστατικά επιθέσεων και μάχης, παράγοντας ένα θέαμα γεμάτο από χορογραφίες πυροβολισμών ενώ το αιματοκύλισμα θα προσφέρει τέρψη στους οφθαλμούς όσων δεν ικανοποιούνται με λιτά ή απλά «μπαμ-μπουμ».
Το ξεκοίλιασμα και οι σκοτωμοί δίνουν ρεσιτάλ, με το αίμα να εκτινάσσεται στο γύρω χώρο ως μια επίδειξη σφαγής, θυμίζοντάς μας το κρεοπωλείο.
Ο σκηνοθέτης, σε μια προσπάθεια ρεαλιστικής απόδοσης, χρησιμοποιεί σε αρκετές περιπτώσεις κάμερα στον ώμο. Η κάμερα κινείται υπερβολικά νευρικά και άτσαλα θυμίζοντάς μας κάποιες τηλεοπτικές σειρές «Β’ διαλογής».
Τα γράμματα του τέλους κατακόκκινα, σαν μέσα στο αίμα και αυτά, βάζουν τελεία σε μια ταινία που δε θα σύστηνα να δείτε.
Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Άγιερ. Παίζουν: Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, Σαμ Γουόρθινγκτον, Ολίβια Γουίλιαμς, Τέρενς Χάουαρντ, Τζος Χόλογουέι, Μιρέιλ Ένος, Χάρολντ Περινό, Τζο Μανγκανιέλο, Μαξ Μαρτίνι, Κέβιν Βανς. Εταιρεία Διανομής: FEELGOOD.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΙΑΝΝΑΚΟΥ